Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μεταναστεύσεις των λαών κατά τον 4ο, 5ο και 6ο



Από τον Γεώργιο Καρδαρά

Από τις αρχές των χριστιανικών χρόνων η Μοραβία, το υπερδουνάβιο τμήμα της Κάτω Αυστρίας και η νοτιοδυτική Σλοβακία ανήκαν στο σουηβικό φύλο των Κουάδων. Ανατολικά των Κουάδων ζούσαν οι Κέλτες Κότινες και ο ιλλυρικός λαός των Ος, οι οποίοι στο τέλος των μαρκομαννικών πολέμων (166-180) μεταφέρθηκαν από τον Μάρκο Αυρήλιο στην Παννονία. Μετά από αυτό οι Κουάδοι διείσδυσαν στην κεντρική Σλοβακία., Το 171 ή 172, οι Χάσδιοι Βάνδαλοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Άνω Τισσού και την ανατολική Σλοβακία. Οι περιοχές νότια των Βανδάλων κατελήφθησαν το 271 από τους Γεπίδες, οι οποίοι, υπό τον βασιλιά Φάστιδα, εγκαταστάθηκαν στους ποταμούς Crasna, Berataul και Crișul Repede στην Τρανσυλβανία. Αυτή η περιοχή συνόρευε με το βορειοδυτικό τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Δακίας, την οποία τότε κυρίευσαν οι Βησιγότθοι.

Το έτος 406 οι Ούννοι διείσδυσαν στο λεκανοπέδιο των Καρπαθίων. Οι Βάνδαλοι, όπως και οι Αλανοί και ένα τμήμα των Σουήβων (οι Κουάδοι), δεν υποτάχθηκαν στους Ούννους και μετακινήθηκαν δυτικότερα. Τα βανδαλικά εδάφη διαμοιράστηκαν ανάμεσα στους Γεπίδες και τους Σουήβους. Οι Γεπίδες κυρίευσαν τα εδάφη στον Άνω Τισσό και τον Szamos, στους λόφους του Zemplin (περιοχή του Κόζιτσε) και τη γειτονική περιοχή του Sabolcs στη βορειοανατολική Ουγγαρία, ενώ οι Σουήβοι κυρίευσαν την περιοχή του Κάτω και Μέσου Hornád. Και οι δύο λαοί αναγνώρισαν την κυριαρχία των Ούννων και πολέμησαν μαζί τους στα Καταλαυνικά Πεδία το 451.

Στη μάχη του Νεντάο το 454 οι Γεπίδες του Αρδάριχου και οι σύμμαχοί τους νίκησαν τους Ούννους και κυρίευσαν ολόκληρη τη Δακία. Οι Γεπίδες επέκτειναν την κυριαρχία τους μέχρι τον Μέσο Δούναβη, την Τρανσυλβανία και την Ολτενία ενώ οι Οστρογότθοι διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους την Παννονία. Οι Ρούγιοι εγκαταστάθηκαν στην υπερδουνάβια Κάτω Αυστρία υπό τον Φλακίθεο, με κέντρο το Κρεμς. Το βασίλειό τους συνόρευε στα βορειοανατολικά με τους Έρουλους, που ζούσαν στη νότια Μοραβία, το ανατολικό τμήμα του Wienviertel στην Κάτω Αυστρία και τη Zahorie (βορειοδυτική Σλοβακία), στην οποία παρέμεναν μετά το 406 κατάλοιπα των Κουάδων. Καθώς το ερουλικό βασίλειο διαμορφώθηκε στην περιοχή του Μοράβα, ήτοι στο δυτικό ήμισυ της παλαιάς σουηβικής επικράτειας, το σουηβικό βασίλειο του Ουνιμούνδου περιορίστηκε ανατολικά των Μικρών και των Λευκών Καρπαθίων. Στο βόρειο τμήμα της περιοχής μεταξύ του Δούναβη και του Τισσού ήταν εγκατεστημένοι οι Σκίροι, οι οποίοι γειτνίαζαν με τους Οστρογότθους, τους Σουήβους, τους Γεπίδες και τους Σαρμάτες. Το σαρματικό βασίλειο βρισκόταν στη συμβολή του Κάτω Τισσού με τον Δούναβη, νότια των Σκίρων. Οι Σουήβοι ήταν σύμμαχοι των Γεπιδών το 454 και μετά τη μάχη του Νεντάο επεκτάθηκαν εδαφικά. Το σουηβικό βασίλειο, που βρισκόταν στη Σλοβακία, συνόρευε δυτικά με τους Έρουλους, νότια με τους Οστρογότθους κατά μήκος του Δούναβη καθώς και με τους Σκίρους. Οι Σουήβοι συνόρευαν με τους Γεπίδες στην ανατολική Σλοβακία (στους λόφους του Zemplin και του Slanské, που καταλάμβαναν το βορειοδυτικό τμήμα του λεκανοπέδιου των Καρπαθίων).

Το 468 ο βασιλιάς των Σουήβων Ουνιμούνδος κατήλθε μέσω της γοτθικής επικράτειας στη Δαλματία. Κατά την επιστροφή του ηττήθηκε από τον Θιουδίμερο, αδελφό του οστρογότθου βασιλιά Βάλαμιρ, στη μάχη της λίμνης Μπάλατον και αιχμαλωτίστηκε. Ωστόσο ο Ουνιμούνδος αν και συνήψε συνθήκη μαζί του, υποκίνησε τους Σκίρους να επιτεθούν στους Οστρογότθους, παρότι είχαν φιλικές σχέσεις με αυτούς. Ο βασιλιάς των Σκίρων Έντικα εισέβαλε στα εδάφη του Βάλαμιρ. Οι Σκίροι ηττήθηκαν παρότι ο Βάλαμιρ έπεσε στη μάχη. Εναντίον του Θιουδίμερου που τον διαδέχτηκε, σχηματίστηκε μία συμμαχία από τον Ουνιμούνδο, τον Έντικα και τον Αλάριχο των Έρουλων. Τους συμμάχους ακολούθησαν και οι Σαρμάτες βασιλείς Μπέουκα και Μπάμπαι καθώς και στρατεύματα Γεπιδών και Ρούγιων. Υποστήριξη τους παρείχε και ο Λέοντας Α΄. Το 469 οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στην Παννονία και στη μάχη στον άγνωστο ποταμό Μπόλια ηττήθηκαν από τους Οστρογότθους. Ο Έντικα έπεσε στη μάχη και το βασίλειό του διαλύθηκε. Ο μεγαλύτερος γιος του Ουνούλφος, μαζί με ένα τμήμα των Σκίρων, προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Βυζάντιο και ο νεότερος γιος του Οδόακρος με τους υπόλοιπους Σκίρους αναχώρησε για την Ιταλία όπου κατέλυσε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος το 476. Ενας μεγάλος αριθμός Έρουλων και Ρούγιων έφυγε με τους δύο αδελφούς.

Ο Ουνιμούνδος υπέστη και νέα καταστροφή. Τον χειμώνα του 469/70 ο Θιουδίμερος πέρασε τον παγωμένο Δούναβη και ερήμωσε το σουηβικό βασίλειο. Ο Ουνιμούνδος μετακινήθηκε με ένα τμήμα του λαού του προς τα δυτικά και έφθασε στην περιοχή των Αλαμαννών. Οι υπόλοιποι Σουήβοι παρέμειναν στη Σλοβακία μέχρι την έλευση των Σλάβων. Οι τελευταίοι εισήλθαν στη Σλοβακία από τα βόρεια, μέσα από περάσματα των Καρπαθίων και η εγκατάστασή τους έφθασε στα νότια έως τον Δούναβη.

Μετά την κατάλυση του βασίλειου των Σκίρων το 469 και των Σαρματών το 472, το γεπιδικό βασίλειο επεκτάθηκε έως τις όχθες του Δούναβη στα δυτικά και γειτνίαζε με την οστρογοτθική Παννονία. Το φθινόπωρο του 473 ο βασιλιάς των Οστρογότθων Θιουδίμερος μαζί με τον γιο του Θεοδώριχο και τον λαό του εγκατέλειψε την Παννονία και μετακινήθηκε προς τη βυζαντινή Μυσία. Ο νεότερος αδελφός του Βιδίμερος μαζί με ένα μικρότερο μέρος των Οστρογότθων κινήθηκε μέσω του Νορικού και της Ιταλίας και ενώθηκε με τους Βησιγότθους στη νότια Γαλατία. Το 488 οι Οστρογότθοι υπό την καθοδήγηση του Θεοδώριχου του Μεγάλου κινήθηκαν από τη Μυσία στην Ιταλία.

Μετά την καταστροφή των Σκίρων, των Σουήβων, των Σαρματών και τη φυγή των Οστρογότθων της Παννονίας, στον Μέσο Δούναβη κυριάρχησαν οι Έρουλοι. Ο Οδόακρος τερμάτισε τη ρωμαϊκή κυριαρχία στο Μεσόγειο Νορικό και ενσωμάτωσε το ανατολικό του τμήμα από το Λορτς έως το Wienerwald. Με δύο εκστρατείες το 487 και 488 ο Οδόακρος κατέστρεψε το βασίλειο των Ρούγιων (‘‘Ρουγία’’) μεταξύ του Wienerwald και του ποταμού Εννς. Στο κενό αυτό εγκαταστάθηκαν οι Λογγοβάρδοι υπό τον Γκούντεοκ, αναγνωρίζοντας αρχικά την επικυριαρχία των Έρουλων. Ο βασιλιάς των Λογγοβάρδων Τάτο μετακινήθηκε το 505 στη νότια όχθη του Δούναβη στην Κάτω Αυστρία και το 508 νίκησε τους Έρουλους στην περιοχή του Τουλν. Ο Ροδούλφος έπεσε στη μάχη και το ερουλικό βασίλειο διαλύθηκε. Οι Λογγοβάρδοι ήλεγχαν πλέον τα εδάφη της Μοραβίας, της Ρουγίας και της βόρειας Παννονίας έως τον κάτω Δραύο, ενώ στη Σλοβακία κατείχαν μόνο την περιοχή του Zahorie. Μεταξύ των Λογγοβάρδων και των Σλάβων στη Σλοβακία παρεμβαλλόταν ο Δούναβης καθώς και τα Μικρά με τα Λευκά Καρπάθια. Ο Δούναβης ήταν και το όριο των Λογγοβάρδων με τους Γεπίδες, οι οποίοι μετά την καταστροφή των Σκίρων και των Σαρματών ήλεγχαν πλέον τον Μέσο και Κάτω Τισσό. Το 536 επίσης κατέλαβαν το Σίρμιο.

Γύρω στο 536 ο Ιουστινιανός παραχώρησε στους Λογγοβάρδους το κεντρικό Νορικό και την περιοχή του Σάβου στην Παννονία (νότια του Κάτω Δραύου). Οι Γεπίδες τότε συμμάχησαν με τους Σλάβους που ζούσαν στη σημερινή Σλοβακία, χώρος όπου είχε καταφύγει ο λογγοβάρδος πρίγκιπας Ίλδιγης. Σλαβική επιδρομή στη Δαλματία το 548 μέσω της γεπιδικής επικράτειας. Το 549 κατά τον πόλεμο Γεπιδών και Λογγοβάρδων, ο Ίλδιγης συνέδραμε τους πρώτους με την ακολουθία του και πολλούς Σλάβους. Οι Βυζαντινοί ωστόσο βοήθησαν τους Λογγοβάρδους. Νέος πόλεμος Γεπιδών και Λογγοβάρδων το 550 και νέα συνθήκη για δύο χρόνια. Επίθεση Σλάβων στη Βαλκανική το 550 με πιθανή υποκίνηση του βασιλιά των Οστρογότθων Τοτίλα. Ο Ίλδιγης πολέμησε στα περίχωρα της Βενετίας ως σύμμαχος των Οστρογότθων. Μετέπειτα όμως πήγε με 30 Λογγοβάρδους στην Κωνσταντινούπολη. Ο Θουρισίνδος των Γεπιδών ζήτησε τη βοήθεια των Κουτριγούρων. Υποκίνηση των Ουτιγούρων εναντίον τους από τον Ιουστινιανό. Βοήθεια των Γεπιδών στους Σλάβους ώστε οι τελευταίοι να επιστρέψουν στα εδάφη τους βόρεια του Δούναβη. Νέος πόλεμος στον Μέσο Δούναβη το 552 με νίκη των Λογγοβάρδων, που είχαν τη βοήθεια του Βυζαντίου, επί των Γεπιδών. Νέες σλαβικές επιθέσεις μέσω της γεπιδικής επικράτειας. Μετά τη φυγή των Λογγοβάρδων οι Σλάβοι της Μοραβίας κυρίευσαν τη νότια Μοραβία, τη Zahorie, το Wienviertel και πιθανόν τη Ρουγία.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και