Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ηράκλειος 610-641



Το Πλήρες όνομα  του είναι: Flavius Heraclius Augustus. Ο Georg Ostrogorsky θεωρεί τον Ηράκλειο ως τον αυτοκράτορα που εγκαινίασε το Μεσαιωνικό βυζαντινό κράτος στη βάση τριών ισχυρών πυλώνων: 1ον Της χριστιανικής πίστης. 2ον Της ρωμαϊκής διοικητικής οργάνωσης και νομοθεσίας 3ον Της ελληνικής γλώσσας και παιδείας. 

Το φθινόπωρο του 610 στέφεται αυτοκράτωρ. Το 612 πεθαίνει η σύζυγός του Ευδοκία. Κατόπιν τούτου νυμφεύεται την ανηψιά του Μαρτίνα (κόρη της αδελφής του Μαρίας) παρά τις αντιρρήσεις της Εκκλησίας και μέρους του πληθυσμού που θεωρούσε τον γάμο αυτό ως αιμομεικτικό. Το 611 ο Περσικός στρατός του Χοσρόη Β’ καταλαμβάνει την Αντιόχεια, το 613 την Δαμασκό και το 614 κυριεύει την Ιερουσαλήμ (ο Kondakov σημειώνει ότι η περσική κατάκτηση της Παλαιστίνης απομάκρυνε από αυτήν την επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού). Ανάμεσα στα πολυάριθμα λάφυρα που αποκόμισαν οι Πέρσες ήταν και ο Τίμιος Σταυρός, τον οποίο απέσπασαν από τον ναό του Παναγίου Τάφου. Αυτό θα δώσει το έναυσμα για την Σταυροφορία που θα αναλάβει ο Ηράκλειος κατά της Περσίας με στόχο την επιστροφή τόσο του Τιμίου Σταυρού όσο και των απωλεσθέντων εδαφών. 

Επειδή η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τεράστια οικονομική δυσπραγία ο Ηράκλειος ζήτησε την συνδρομή της Εκκλησίας με την εκποίηση εκκλησιαστικών πολύτιμων αντικειμένων, η οποία και του προσεφέρθη. Το 615 η Σύγκλητος στέλνει επιστολή στον Πέρση βασιλιά όπου τον εκλιπαρεί να σταματήσει τις επιθέσεις. To 616 σταματά η διανομή του λεγόμενου και “πολιτικού άρτου” που είχε καθιερώσει ο Κωνσταντίνος γιατί οι Πέρσες εισβάλλουν στην Αίγυπτο που ήταν ο σιτοβολώνας της αυτοκρατορίας. Το 618, πιεζόμενος από την αφόρητη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, μετά και την απώλεια της Αλεξανδρείας από τους Πέρσες, σκέφτεται το ενδεχόμενο να μεταφέρει την πρωτεύουσά του στην Καρχηδόνα που ήταν το κέντρο του βυζαντινού βορειοαφρικανικού εξαρχάτου. Τελικά πείθεται από τον Πατριάρχη Σέργιο να μείνει στην Κωνσταντινούπολη και να συνεχίσει να οργανώνει την βυζαντινή αντεπίθεση από εκεί.

Το 622 ξεκινά η εκστρατεία του Ηρακλείου. Συνολικά έκανε τρεις εκστρατείες. Να σημειωθεί ότι ο Ηράκλειος είναι ο πρώτος αυτοκράτορας, μετά τον Θεοδόσιο τον Α’,  που ηγείται προσωπικά του στρατού σε εκστρατεία. Στους αιώνες που μεσολάβησαν την εκστρατευτική ηγεσία αναλάμβαναν συγκλητικοί. Το 622 νικά τον Πέρση στρατηγό Σαρ Μπαράζ στην Ισσό. Το 623 στην Νινευή επιβάλλεται και πάλι επί των Περσών. Το 624 και το 625 νικά και πάλι τον περσικό στρατό. Το 627 στην αποφασιστική μάχη κοντά στα ερείπια της Νινευή κατατροπώνει τον Πέρση στρατηγό Ραζάτη. Μετά και από αυτή την ήττα ο Χοσρόης ο Β’ ανατρέπεται και στην θέση του αναλαμβάνει ο Σιρόης. Το 628 εισέρχεται θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μαζί του τον Τίμιο Σταυρό.

Εδώ να προσθέσουμε ότι κατά την διάρκεια του βυζαντινοπερσικού πολέμου οι Πέρσες, σε συννενόηση με τους Αβάρους (και τους συμμάχους αυτών Σλάβους), προχώρησαν σε πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως το καλοκαίρι του 626. Περσικό σώμα με επικεφαλής τον Χοσρόη, διέσχισε την Μικρά Ασία και στρατοπέδευσε στην Χαλκηδόνα. Από εκεί προσπάθησε να βοηθήσει την πολιορκία αλλά απέτυχε. Οι βυζαντινοί πέτυχαν να αποτρέψουν την συνένωση των δύο συμμάχων έξω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως χάρις του ισχυρού ναυτικού των. Στην επιτυχή απόκρουση της αβαροσλαβικής, κυρίως, πολιορκίας μεγάλο μερίδιο έχει ο πατριάρχης Σέργιος και ο Μάγιστρος Βώνος. Μετά από την άκαρπη αυτή προσπάθεια, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη ήττα του Πέρσου στρατηγού Σαχίν στην Μεσσοποταμία από τα βυζαντινά στρατεύματα του αδελφού του Ηρακλείου Θεοδώρου, ο Χοσρόης αναγκάζεται να αποχωρήσει κακήν κακώς.

Η συνέχεια της βασιλείας του Ηρακλείου δεν θα είναι τόσο ευτυχής. Η πλημμυρίδα των Αράβων θα παρασύρει στο διάβα της την Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο που θα καταστούν επαρχίες του Χαλιφάτου. Μετά την συντριπτική ήττα των Βυζαντινών στον ποταμό Ιερομύακα (Γιαρμούκ) το 636 ο δρόμος για τις επαρχίες της ανατολής και της Αιγύπτου είναι ανοικτός. Ήδη από το 635 οι Άραβες κατείχαν την Δαμασκό. Το 638 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ και το 641 κυριεύουν την Αλεξάνδρεια. Επίσης, το Βυζάντιο έχασε τις κτήσεις του στην Ιβηρική χερσόνησο το 624 από τον Βησιγότθο βασιλιά Σουινθίλα. 

Η εύκολη (και μόνιμη αυτή την φορά) αραβική κατάκτηση  βυζαντινών κτήσεων στην Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο δείχνει πόσο είχαν αποξενωθεί αυτοί οι πληθυσμοί από την κεντρική ηγεσία της Κωνσταντινουπόλεως. Η προσκόλλησή τους στον Μονοφυσιτισμό ή  στον Νεστοριανισμό αποτελούσε απλώς το πρόσχημα για την εναντίωσή τους. Στην πραγματικότητα, τόσο οι Συροπαλαιστίνιοι όσο και οι Αιγύπτιοι δεν έγιναν ποτέ κοινωνοί του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Πάντοτε αλληθώριζαν προς την Ανατολή. Πριν από τους Άραβες είχαν υποστηρίξει τους Πέρσες και θα ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν τον πρώτο που θα τους απάλλασσε από την κηδεμονία των Βυζαντινών.

Ο Ηράκλειος είναι εκείνος που εισήγαγε το σύστημα των Θεμάτων στο βυζαντινό κράτος, αντικαθιστώντας το σύστημα που καθιερώθηκε από τους αυτοκράτορες Διοκλητιανό και Κωνσταντίνο. Η θεματική πολιτική και στρατιωτική διοίκηση ετίθετο υπό τον Στρατηγό. Πυρήνας των Θεμάτων ήταν οι στρατιώτες-αγρότες που καλλιεργούσαν την γη τους. Κατά την διάρκεια της Μέσης περιόδου ο θεματικός στρατός θα αποτελέσει το κύριο μέσο αποτροπής των εξωτερικών εισβολών, εδικά στον ζωτικό, για την βυζαντινή αυτοκρατορία, χώρο της Μικράς Ασίας.

Ο ίδιος καθιερώνει την ελληνική γλώσσα ως επίσημη του κράτους, ενώ προσθέτει την ελληνική προσφώνηση “Βασιλεῦς” στην αυτοκρατορική προσαγόρευση. Μετά τον Ηράκλειο το βυζαντινό κράτος εισέρχεται στο μεταβατικό στάδιο για την μετατροπή του σε ένα καθαρά μεσαιωνικό κράτος.

Η Ἔκθεσις: Τό 638, ὅταν εἶχε ἤδη ἐκδηλωθεῖ ἡ Ἀραβική ἐπίθεση, ἔρχεται ἡ νέα συναινετική ἀπόπειρα τοῦ Ἡρακλείου μέ στόχο τήν ἐνδυνάμωση, ἐκ νέου, τῶν σχέσεων τῆς πρωτεύουσας μέ τίς ἀνατολικές περιοχές πού ἐπέμεναν στήν ἀποδοχή τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Ἡ ἀγωνιώδης αὐτή προσπάθεια τοῦ αὐτοκράτορος νά τά βρεῖ μέ τούς πληθυσμούς αὐτούς εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τή δημοσίευση τῆς «Ἐκθέσεως», στήν ὁποία διακήρυττε τή μία θέληση τοῦ Χριστοῦ. Ἤδη, μετά τή νίκη του ἐπί τῶν Περσῶν, οἱ μονοφυσιτικές ἐπαρχίες τῆς Ἀνατολῆς εἶχαν ἐπανενταχθεῖ στό βυζαντινό κράτος (για βραχύ χρονικό διάστημα, ἀφοῦ ἐντός ὀλίγων ἐτῶν αὐτές οἱ περιοχές κατελήφθησαν ἀπό τήν πλημμυρίδα τῶν Μουσουλμάνων Ἀράβων). Γιά νά γεφυρωθεῖ τό χάσμα, λοιπόν, μέ αὐτά τά τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας ὁ Ἡράκλειος, μέ εἰσήγηση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου ἐξέδωσε τήν “Ἔκθεσιν”, διάταγμα τό ὁποῖο ἀπαγόρευε ὁποιαδήποτε συζήτηση γιά τίς δύο φύσεις ἤ τίς ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. Τόνιζε, μάλιστα, ὅτι ὁ Χριστός εἶχε μία θέληση. Ἡ νέα αὐτή διατύπωση δέν ἔδειξε νά ἱκανοποιεῖ οὔτε τούς Μονοφυσίτες, οὔτε τούς Ὀρθοδόξους, ἐνῶ δέν προσέφερε τό παραμικρό στήν ἐπικοινωνία μεταξύ των. Τελικά, ἡ «Ἔκθεσις», τό μόνο πού πέτυχε ἦταν νά συμβάλλει στή δημιουργία μίας νέας αἱρετικῆς δοξασίας: τοῦ «Μονοθελητισμοῦ». Μάλιστα, ὁ Μονοθελητισμός θά ἀπασχολήσει τή δογματική στόν βυζαντινό κόσμο τίς ἑπόμενες δεκαετίες.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Οι Δήμοι και ο ρόλος τους στο βυζαντινό κράτος

Οι «Δήμοι» στο Βυζάντιο αποτελούν κατάλοιπο των δημοκρατικών θεσμών. Αρχικά λειτουργούσαν ως λαϊκές ομάδες οι οποίες, στη συνέχεια, μετεξελίχθησαν σε αθλητικά σωματεία τα οποία είχαν επιφορτιστεί με την οργάνωση των ιππικών αγώνων.   Με την πάροδο του χρόνου, αυτά τα σωματεία απέκτησαν υπολογίσιμη πολιτική ισχύ. Από μαρτυρίες τις οποίες έχουμε η δραστηριότητά τους λάμβανε χώρα σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στον ελλαδικό χώρο (Ρόδος, Γόρτυνα, Νέα Αγχίαλος κ.ά)  όσο και στη Μικρά Ασία (Μίλητος, Έφεσος Κύζικος, Πριήνη, Στρατονίκεια κ.ά), την Ανατολή (Αντιόχεια, Ιερουσαλήμ, Καισάρεια Παλαιστίνης, Έμεσα κ.ά) και την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια, Οξύρυγχος, Αντινόη κ.ά). Οι Δήμοι διακρίνονταν από τον χρωματισμό που είχαν τα εμβλήματά τους. Έτσι είχαμε τους Πράσινους, τους Λευκούς, τους Βένετους και τους Ρούσιους. Δηλαδή τέσσερις ξεχωριστούς Δήμους.  Επισήμως δεν είχαν κάποια πολιτική εξουσία. Από τον 5ο αιώνα οι αρχηγοί τους διορίζονταν από τον αυτοκρά

ΜΕΛΕΤΗ ΧΑΛΚΙΝΟΥ ΦΟΛΛΕΩΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Περιγραφή Νομίσματος και σκιαγράφηση ιστορικού πλαισίου, εντός του οποίου εξεδόθη “ο δε αυτός βασιλεύς προεχειρίσατο κόμητα λαργιτιώνων Εν Κωνσταντινουπόλει τον από υπάτων Ιωάννην τον Παφλαγόνα τον λεγόμενον Καϊάφαν` όστις άπαν το προχωρόν κέρμα το λεπτόν εποίησε φολλερά προχωρείν εις πάσαν την Ρωμαϊκήν κατάστασιν έκτοτε” Ιωάννης Μαλάλας “Χρονογραφία” (για τους Φόλλεις που έκοψε ο Αναστάσιος) Ι. Εισαγωγή Η βυζαντινή νομισματική συνέχισε την ρωμαϊκή παράδοση της εκδόσεως τριών διαφορετικών νομισμάτων. Το ρωμαϊκό κράτος είχε σε κυκλοφορία χρυσά, αργυρά και χάλκινα νομίσματα. Το βυζαντινό το μιμήθηκε, μόνο που οι ονομασίες των νομισμάτων άλλαξαν. Το χρυσό ρωμαϊκό Aureus διεδέχθη ο χρυσούς Solidus, το αργυρό δηνάριο (Denarius) αντικαταστάθηκε από το Μηλιαρέσιον ενώ το χάλκινο Σεστέρτιο (Sestertius) έδωσε την θέση του στον Φόλλι. Η βυζαντινή νομισματική κυριαρχία είναι καθολική κατά την διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων. Σημείο καμπής αποτελεί ο 11ος αιώνας και

Ιστοριογραφικές πηγές για το Βυζάντιο

Οι πηγές, από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για την Βυζαντινή αυτοκρατορία, είναι δύο ειδών: οι άμεσες και οι έμμεσες. Ως άμεσες πηγές έχουμε τις εξής: ·        Νομοθεσία, για παράδειγμα ο Codex Theodosianus ή το Corpus   Iuris Civilis —   Πρακτικά και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων —   Πρακτικά και κανόνες τοπικών Συνόδων —   Τα διάφορα έγγραφα που σώζονται (κυρίως σε παπύρους), κρατικά ή ιδιωτικά —   Επιγραφές, π.χ επιτύμβιες, επιγραφές μνημείων κ.λ.π —   Σφραγίδες, π.χ Χρυσόβουλα, Αργυρόβουλα, Μολυβδόβουλα —   Νομίσματα, π.χ ο βυζαντινός Σόλιδος, τα αργυρά Μιλιαρέσια, ή οι χάλκινες Φόλλεις —   Μνημεία —   Έργα Μικροτεχνίας, π.χ από Σμάλτο, Ελεφαντοστό κ.λ.π —   Μικρογραφίες, π.χ από το Χειρόγραφο του Σκυλίτζη —   Έργα πρακτικής χρησιμότητας για την κρατική διοίκηση και την στρατιωτική οργάνωση, π.χ για θέματα εθιμοτυπίας ή ιεραχικής τάξεως όπως τα έργα του Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου (945-959) —   Εκκλησιαστικά τακτικά ( Notita